- κηπολάχανον
- κηπολάχανον, τὸ (Α)κηπολαχανία*, λαχανόκηπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + -λάχανον (< λάχανον), πρβλ. αγριο-λάχανον, κοκκο-λάχανον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek
κηπολαχανία — κηπολαχανία, ἡ [κηπολάχανον] πάπ. λαχανόκηπος … Dictionary of Greek
λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… … Dictionary of Greek